θεοισεχθρία

θεοισεχθρία
θεοισεχθρία, ,
A hatefulness to the gods, villainy, D.22.59 (written θεοῖς ἐχθρίαν), prob. in Ar.V.418 (required by Cretic metre), in Archipp.35 (where the first two syll. coalesce), and in Luc.Lex.11: in the last three places codd. have θεοσεχθρία or θεὸς ἐχθρία (θεοσεχθρα v.l. Archipp. l.c.): θεοεχθρία is found in Sch.Ar.Ra.557, v.l. in Luc.Lex.l.c.; cf. θεοῖς ἐχθρός in D.19.95, 24.195.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • θεοισεχθρία — θεοισεχθρίᾱ , θεοισεχθρία hatefulness to the gods fem nom/voc/acc dual θεοισεχθρίᾱ , θεοισεχθρία hatefulness to the gods fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεοισεχθρία — θεοισεχθρία, ή (Α) το μίσος προς τους θεούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεοίς, δοτ. πληθ. τού θεός + εχθρία (< εχθρός)) …   Dictionary of Greek

  • θεοισεχθρίαν — θεοισεχθρίᾱν , θεοισεχθρία hatefulness to the gods fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεομισητία — θεομισητία, ἡ (Α) [θεομίσητος] η θεοισεχθρία* …   Dictionary of Greek

  • θεός — Το υπέρτατο ον. Κατά τη θρησκευτική σκέψη είναι αιώνιο, δημιουργός και συντηρητής, πρώτη αιτία, άπειρη και μυστηριώδης, όλων όσα υπάρχουν. Στον πρωτόγονο άνθρωπο, η ιδέα του Θ. διαμορφώθηκε σε σχέση με τις τεράστιες ανάγκες, τα εμπόδια και τους… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”